Τα λεγόμενά μου αφορούν το καλοκαίρι του 2018. Ένα πολύ θυμωμένο έτος που λύγισε εμάς τους Έλληνες και μας έκανε να αλλάξουμε συνήθειες. Ο καιρός άγριος και στεναχωρημένος κάνει από τη μία μεριά λιακάδα με ζέστη υπερβολική. Η λιακάδα, όμως, δε διαρκεί πολύ. Την ακολουθεί αέρας δυνατός, από την άλλη. Μετά βροχή που πέφτει με μανία λες και θέλει να ξεπλύνει όλες τις αμαρτίες του κόσμου. Η βροχή συνοδεύεται με αστραπές και βροντές που ακούγονται λες και πέφτουν δίπλα μας. Αυτό το σκηνικό επαναλαμβάνεται κάθε εβδομάδα.
Στη μέση του καλοκαιριού, τον Ιούλιο μήνα, κάποιος ή κάποιοι άναψε μία φωτιά από πρόθεση ή κατά λάθος. Ακόμα δεν ξέρουμε. Και πήρε φωτιά η Ανατολική Αττική. Και έτρεχε η φωτιά και έτρεχαν οι άνθρωποι να σωθούνε. Και φύσαγε με μανία ο αέρας, και έτρεχαν οι άνθρωποι προς τη θάλασσα. Και έβρεχε στα βόρεια, και έκλαιγαν τα παιδιά στα νότια της χώρας πιασμένα, αγκαλιασμένα με τους γονείς, με τις γιαγιάδες, με τους παππούδες. Και έκλαιγε όλη η Ελλάδα βλέποντας τις σκηνές φρίκης που εκτυλίχτηκαν στην πρωτεύουσα της χώρας. Όχι σε κάποιο μακρινό και δύσβατο μέρος της Ελλάδας ή του κόσμου, αλλά εκεί στην καρδιά του κράτους.
Αυτό το καλοκαίρι θα κάνει καιρό να ξεχαστεί. Ο θυμός και η θλίψη αυτής της άλλοτε πιο όμορφης εποχής... Πόσος πόνος, πόσος θυμός από τη φύση, από τους ανθρώπους...
Ποιος έφταιξε; Ποιος φταίει; Θα τον βρούμε; Θα τον κρεμάσουμε να ελαφρύνει ο πόνος μας; Όπως έγινε με τον Ιούδα. Και θα ελαφρύνει ο πόνος; Θα σταματήσει η θλίψη; Θα γυρίσουν πίσω οι νεκροί;
Θα περάσει ο καιρός και θα φύγει το καλοκαίρι. Θα ρθει φθινόπωρο, χειμώνας και μετά πάλι η άνοιξη, το καλοκαίρι. Θα πρασινίσει πάλι ο τόπος, θα ξεχαστεί ο πόνος, θα σταματήσει η θλίψη. Και όμως κάτι θα μας θυμίζει ότι τίποτε πλέον δεν είναι το ίδιο όπως πριν. Η απουσία των ψυχών που χάθηκαν άδικα και τραγικά θα μας θυμίζει πώς κάποιο καλοκαίρι έσπασε κάτι μέσα μας και ξύπνησε το θυμό.
Στη μέση του καλοκαιριού, τον Ιούλιο μήνα, κάποιος ή κάποιοι άναψε μία φωτιά από πρόθεση ή κατά λάθος. Ακόμα δεν ξέρουμε. Και πήρε φωτιά η Ανατολική Αττική. Και έτρεχε η φωτιά και έτρεχαν οι άνθρωποι να σωθούνε. Και φύσαγε με μανία ο αέρας, και έτρεχαν οι άνθρωποι προς τη θάλασσα. Και έβρεχε στα βόρεια, και έκλαιγαν τα παιδιά στα νότια της χώρας πιασμένα, αγκαλιασμένα με τους γονείς, με τις γιαγιάδες, με τους παππούδες. Και έκλαιγε όλη η Ελλάδα βλέποντας τις σκηνές φρίκης που εκτυλίχτηκαν στην πρωτεύουσα της χώρας. Όχι σε κάποιο μακρινό και δύσβατο μέρος της Ελλάδας ή του κόσμου, αλλά εκεί στην καρδιά του κράτους.
Αυτό το καλοκαίρι θα κάνει καιρό να ξεχαστεί. Ο θυμός και η θλίψη αυτής της άλλοτε πιο όμορφης εποχής... Πόσος πόνος, πόσος θυμός από τη φύση, από τους ανθρώπους...
Ποιος έφταιξε; Ποιος φταίει; Θα τον βρούμε; Θα τον κρεμάσουμε να ελαφρύνει ο πόνος μας; Όπως έγινε με τον Ιούδα. Και θα ελαφρύνει ο πόνος; Θα σταματήσει η θλίψη; Θα γυρίσουν πίσω οι νεκροί;
Θα περάσει ο καιρός και θα φύγει το καλοκαίρι. Θα ρθει φθινόπωρο, χειμώνας και μετά πάλι η άνοιξη, το καλοκαίρι. Θα πρασινίσει πάλι ο τόπος, θα ξεχαστεί ο πόνος, θα σταματήσει η θλίψη. Και όμως κάτι θα μας θυμίζει ότι τίποτε πλέον δεν είναι το ίδιο όπως πριν. Η απουσία των ψυχών που χάθηκαν άδικα και τραγικά θα μας θυμίζει πώς κάποιο καλοκαίρι έσπασε κάτι μέσα μας και ξύπνησε το θυμό.